- ἑκτεύς
ἑκτεύς, ὁ, der sechste Theil des μέδιμνος, sextarius; Ar. Eccl. 547; Ath. VI, 235 c; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑκτεύς, ὁ, der sechste Theil des μέδιμνος, sextarius; Ar. Eccl. 547; Ath. VI, 235 c; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εκτεύς — ἑκτεύς, ο (Α) μέτρο σιτηρών κ.ά. ξηρών καρπών ίσο με το ένα έκτο τού μεδίμνου … Dictionary of Greek
ἑκτεύς — the sixth part (sextarius) of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκτῆς — ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom pl ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom/voc pl ἑκτός qualities fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ημίεκτον — ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α) 1. μισός εκτεύς* 2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα 3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῡ» οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. αμφί εκτον] … Dictionary of Greek
τριημίεκτον — τὸ, Α ένας και μισός εκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + εκτον (< ἑκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. ἀμφί εκτον] … Dictionary of Greek
ἑκτέως — ἑκτέον to be held masc acc pl (doric) ἑκτέος to be held masc acc pl (doric) ἑκτέω̆ς , ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc gen sg ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español
ημίνα — ἡμίνα, ἡ (Α) 1. μισή 2. (μέτρο στη Σικελία) μισός εκτεύς*, κοτύλη* 3. φρ. «ἡμίνα βασιλική» ημικοτύλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. ινα, με το ι προφανώς μακρό (πρβλ. δωτίνη < δως)] … Dictionary of Greek
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek
ξεστισμός — ξεστισμός, ὁ (Α) αναλογία τού μέτρου ξέστης* ή ἑκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης, κατά τα ουσ. σε ισμός] … Dictionary of Greek