- ὑγρώσσω
ὑγρώσσω, poet. statt ὑγράζω, naß, feucht sein, Aesch. Ag. 1302.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγρώσσω, poet. statt ὑγράζω, naß, feucht sein, Aesch. Ag. 1302.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγρώσσω — Α (ποιητ. τ.) υγραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κατάλ. ώσσω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. καρδι ώσσω, λοιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek
ὑγρώσσων — ὑγρώσσω moisten pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθαιβώσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. βάζω στην άκρη, αποθησαυρίζω 2. (για μέλισσες) αποταμιεύω το μέλι 3. παρέχω τροφή, τρέφω 4. μτφ. καθιστώ κάτι καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχημ. σε ώσσω (πρβλ. ὑγρώσσω) με ενεστ.… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek