πελαγαῖος, = πελάγιος, zw., bei Paus. 7, 21, 7 Beiname des Poseidon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πελαγαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελαγαίος — αία, ον, Α [πέλαγος] (επίθ. τού Ποσειδώνος) πελάγιος … Dictionary of Greek