- ὑγρό-σαρκος
ὑγρό-σαρκος, von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑγρό-σαρκος, von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρόσαρκος — ξηρόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει ξηρή σάρκα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. υγρό σαρκος] … Dictionary of Greek