- ὑ-ωδία
ὑ-ωδία, ἡ, Schweinerei, schmutziges, unfläthiges, ungesittetes Betragen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑ-ωδία, ἡ, Schweinerei, schmutziges, unfläthiges, ungesittetes Betragen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠδία — ἀϊδίᾱ , ἀίδιος everlasting fem nom/voc/acc dual ἀϊδίᾱ , ἀίδιος everlasting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραωδία — η, Ν ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. μον ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
τριωδία — η, Ν μουσ. μουσική σύνθεση για τρεις φωνές ή για τρία όργανα, κν. τρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. τετρα ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φωνωδία — η, Ν μουσ. η τέχνη ή η ενέργεια τού να τραγουδάει κανείς χωρίς να προφέρει τις λέξεις, να τραγουδάει χωρίς λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ωδία (< ωδός < ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ψαλμ ωδία. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. vocalisation και… … Dictionary of Greek
Tragedia griega — Máscara de Dioniso conservada en el Louvre La tragedia griega es un género teatral originario de la … Wikipedia Español
Гимнодия — (греч. ἡ ὑμν ῳδία «[торжественное] песнопение», «пение гимна», греч. ὑμν ῳδέω «распеваю гимны», также «пророчествовую», «прорицаю», от греч. ὁ ὕμνος «[торжественная] песнь», «гимн» и греч … Википедия
BROMOS — apud Plin l. 18. c. 10. Far sine arista ost. Item siligo adiciuntur hs genera, bromos, siligo exceptutla et tragos, externa omnia ab Orrente invecta, oryzae similia: avena est frugifera (qualis nostra est) ex Graeco Βρόμος, ut videre est apud Dio … Hofmann J. Lexicon universale
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek
νυκτωδία — η 1. νυχτερινό τραγούδι 2. μουσ. είδος μουσικής σύνθεσης με βραδύ ρυθμό, γλυκιά και μελαγχολική, αλλ. νοτούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + ωδία (< ωδός < ᾠδή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek