- πελαγό-τροφος
πελαγό-τροφος, meergenährt, im Meere lebend, Opp. Hal. 3, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελαγό-τροφος, meergenährt, im Meere lebend, Opp. Hal. 3, 174.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φωτότροφος — ον, Μ (με παθ. σημ.) αυτός που τρέφεται, αναπτύσσεται με την επίδραση τού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. πελαγό τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek