- ὑψί-γονος
ὑψί-γονος, = Vor., Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψί-γονος, = Vor., Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλεψόγονος — κλεψόγονος, ὁ (Α) (για τον διάβολο) αυτός που κλέβει παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψο (< κλέπτω) + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πρωτόγονος, υψί γονος] … Dictionary of Greek
υψίγονος — ον, ΜΑ ὑψιγέννητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ἀρτί γονος] … Dictionary of Greek
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek