- ὑψί-κερως
ὑψί-κερως, ων, gen. ω, hoch gehörnt; ἔλαφος, mit hohem Geweih, Od. 10, 158; ταῦρος Soph. Trach. 506; Archipp. bei Ath. 656 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψί-κερως, ων, gen. ω, hoch gehörnt; ἔλαφος, mit hohem Geweih, Od. 10, 158; ταῦρος Soph. Trach. 506; Archipp. bei Ath. 656 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψίκερως — ων, Α αυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερως (< κέρας, ατος), πρβλ. ὀρθό κερως] … Dictionary of Greek