- ὑψηλό-πους
ὑψηλό-πους, πουν, gen. ποδος, mit hohen Füßen, hochbeinig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψηλό-πους, πουν, gen. ποδος, mit hohen Füßen, hochbeinig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek