ὑψοτάτω, adv. superl. zu ὑψοῦ, am höchsten, Bacchyl. 11, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψοτάτω — most highly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψοτάτω — Α επίρρ. (υπερθ. βαθμός τού ὑψοῡ) υψηλότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κατάλ. τών επιρρ. υπερθ. βαθμού ο τάτω (πρβλ. τηλ ο τάτω, μακρ ο τάτω)] … Dictionary of Greek