ἑψανός

ἑψανός

ἑψανός, ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι ϑρί-δακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… …   Dictionary of Greek

  • ἑψανός — boiled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψανά — ἑψανός boiled neut nom/voc/acc pl ἑψανά̱ , ἑψανός boiled fem nom/voc/acc dual ἑψανά̱ , ἑψανός boiled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψανόν — ἑψανός boiled masc acc sg ἑψανός boiled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψανοῖσι — ἑψανός boiled masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψανωτέρα — ἑψανωτέρᾱ , ἑψανός boiled fem nom/voc/acc comp dual ἑψανωτέρᾱ , ἑψανός boiled fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑψανῶν — ἑψάνη fem gen pl ἑψανός boiled fem gen pl ἑψανός boiled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …   Dictionary of Greek

  • ανέψανος — η, ο (Α ἀνέψανος, ον) νεοελλ. ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια) αρχ. ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • κάλοψος — η, ο, θηλ. και ος, και καλόψανος, η, ο (για εδώδιμα που βράζουν ή ψήνονται και ιδίως για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα, βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κάλοψος < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + ἕψω «ψήνω», ενώ ο τ. καλόψανος < καλ(ο) * (< επίρρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”