- ὑψι-φοίτης
ὑψι-φοίτης, ὁ, der hochwandelnde, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψι-φοίτης, ὁ, der hochwandelnde, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] … Dictionary of Greek
υψιφοίτης — ὁ, Α 1. αυτός που πορεύεται στα ύψη, ὑψίπορος* 2. μτφ. υψηλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. οὐρανο φοίτης] … Dictionary of Greek