ὑψι-φόρητος

ὑψι-φόρητος

ὑψι-φόρητος, hoch getragen, hoch schwebend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυφόρητος — ον, Μ 1. αυτός που φέρνει πολλά 2. αυτός που περιφέρεται, που τριγυρίζει πολύ σε διάφορα μέρη 3. συνεκδ. αυτός που είναι πολύ γνωστός, πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φορητός (< φέρω), πρβλ. υψι φόρητος] …   Dictionary of Greek

  • υψιφόρητος — ον, Α 1. αυτός που φέρει προς τα ύψη, ανωφερής 2. (με παθ. σημ.) αυτός που φέρεται, που οδηγείται σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φορητός (< φέρω), πρβλ. πολυ φόρητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”