- ὑψ-ερεφής
ὑψ-ερεφής, ές, mit hohem Dache, hochbedacht; δῶμα, oft bei Hom., auch ϑάλαμος, Il. 9, 582; ναός Ar. Nubb. 306. S. auch ὑψηρεφής u. ὑψόροφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑψ-ερεφής, ές, mit hohem Dache, hochbedacht; δῶμα, oft bei Hom., auch ϑάλαμος, Il. 9, 582; ναός Ar. Nubb. 306. S. auch ὑψηρεφής u. ὑψόροφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek
υψερεφής — και ὑψηρεφής, ές, Α 1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ερεφής / ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ ηρεφής] … Dictionary of Greek