- ἑφθαλέος
ἑφθαλέος, gekocht, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑφθαλέος, gekocht, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφθαλέος — ἐφθαλέος, α, ον (Α) ψημένος, βρασμένος, μαγειρεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφθός (< ἕψω «ψήνω») + αλέος*] … Dictionary of Greek
ἑφθαλέου — ἑφθαλέος cooked masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑφθαλέας — ἑφθαλέᾱς , ἑφθαλέος cooked fem acc pl ἑφθαλέᾱς , ἑφθαλέος cooked fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)