- ὑφ-ορμιστήρ
ὑφ-ορμιστήρ, ῆρος, ὁ, der unten beschwert u. festhält, Opp. Hal. 4, 421.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑφ-ορμιστήρ, ῆρος, ὁ, der unten beschwert u. festhält, Opp. Hal. 4, 421.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορμιστηρία — ὁρμιστηρία, ἡ (Α) αλυσίδα ή σχοινί με το οποίο προσδένεται ή από το οποίο εξαρτάται ένα αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὁρμιστήρ (< ὁρμίζω < ὅρμος [ΙΙ])] … Dictionary of Greek