- πελιδνός
πελιδνός, = πελιός; Soph. frg. 577 bei Poll. 4, 141; Thuc. 2, 49 sagt σῶμα οὐκ ἄγαν ϑερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπερέρυϑρον, πελιδνόν (vgl. πελιτνός). – Luc. Cat. 28 u. öfter, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελιδνός, = πελιός; Soph. frg. 577 bei Poll. 4, 141; Thuc. 2, 49 sagt σῶμα οὐκ ἄγαν ϑερμὸν ἦν οὔτε χλωρόν, ἀλλ' ὑπερέρυϑρον, πελιδνόν (vgl. πελιτνός). – Luc. Cat. 28 u. öfter, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελιδνός — livid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνός — ή, ό / πελιδνός, ή, όν, αττ. τ. πελιτνός, ή, όν, ΝΜΑ (ιδίως για το χρώμα τού δέρματος) μαυροκίτρινος, ωχρός («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», Διόδ.) νεοελλ. συνεκδ. καταφοβισμένος, κίτρινος από τον φόβο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πελιδνός / πελιτνός … Dictionary of Greek
πελιδνός — ή, ό μελανιασμένος, μαυροκίτρινος, ωχρός: Έγινε πελιδνός από το φόβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελιδνά — πελιδνός livid neut nom/voc/acc pl πελιδνά̱ , πελιδνός livid fem nom/voc/acc dual πελιδνά̱ , πελιδνός livid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνότερον — πελιδνός livid adverbial comp πελιδνός livid masc acc comp sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνῶν — πελιδνός livid fem gen pl πελιδνός livid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνόν — πελιδνός livid masc acc sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιτνόν — πελιδνός livid masc acc sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδναί — πελιδνός livid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνοτάτους — πελιδνός livid masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνοῖς — πελιδνός livid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)