- πελεκήτωρ
πελεκήτωρ, ορος, ὁ, poet. statt πελεκητής, Maneth. 4, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελεκήτωρ, ορος, ὁ, poet. statt πελεκητής, Maneth. 4, 324.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελεκήτωρ — ορος, ὁ, Α ποιητ. τ. τού πελεκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
πελεκήτορας — πελεκήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)