ἑτέρωσις

ἑτέρωσις

ἑτέρωσις, , die Veränderung, M. Anton. 4, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετέρωση — η (Α ἑτέρωσις) [ετερώ] 1. η μεταβολή, η αλλοίωση νεοελλ. βιολ. το βιολογικό φαινόμενο κατά το οποίο οι νόθοι απόγονοι τής πρώτης θυγατρικής γενεάς δύο ζωικών ή φυτικών οργανισμών διαφορετικού είδους ή ποικιλίας παρουσιάζουν επιτάχυνση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”