ἑτοιμότης

ἑτοιμότης

ἑτοιμότης, ητος, ἡ, das Bereit-, Fertigsein, Bereitheit, λόγων, Gewandtheit im Sprechen aus dem Stegereif, Plut. educ. lib. 9. – Bereitwilligkeit, πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben βούλησις, Plut. Camill. 32, Geneigtheit, Neigung; auch im plur., M. Ant. 4, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑτοιμότης — readiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότητα — ἑτοιμότης readiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότητας — ἑτοιμότης readiness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότητι — ἑτοιμότης readiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότητος — ἑτοιμότης readiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… …   Dictionary of Greek

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”