- ἑτοιμό-πτωτος
ἑτοιμό-πτωτος, zum Fallen geneigt, B. A. 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτοιμό-πτωτος, zum Fallen geneigt, B. A. 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύπτωτος — εὔπτωτος, ον (Μ) ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. έκ πτωτος, ετοιμό πτωτος] … Dictionary of Greek