- ἑταιρίστρια
ἑταιρίστρια, ἡ, die Buhlerinn, Hure, VLL. αἱ τριβάδες, womit Plat. Conv. 191 e übereinstimmt; vgl. Luc. D. Meretr. 5, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑταιρίστρια, ἡ, die Buhlerinn, Hure, VLL. αἱ τριβάδες, womit Plat. Conv. 191 e übereinstimmt; vgl. Luc. D. Meretr. 5, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑταιρίστρια — lewd man fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιριστρίας — ἑταιριστρίᾱς , ἑταιρίστρια lewd man fem acc pl ἑταιριστρίᾱς , ἑταιρίστρια lewd man fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιριστρίαις — ἑταιρίστρια lewd man fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίστριαι — ἑταιρίστρια lewd man fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρίστριαν — ἑταιρίστρια lewd man fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιριστής — ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) [εταιρίζω] νεοελλ. 1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας 2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα τής Φιλικής Εταιρείας αρχ. 1. ο ασελγής άνθρωπος 2. το θηλ. ἡ ἑταιρίστρια η ομοφυλόφιλη… … Dictionary of Greek