ἑταιρεῖον

ἑταιρεῖον

ἑταιρεῖον, τό, ein Hurenhaus, Schol. Ar. Equ. 873.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑταιρεῖον — ἑταιρεῖος of masc acc sg ἑταιρεῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑταίρειον — Ἑταίρεῑον , Ἑταιρεῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταιρείος — ἑταιρεῑος, α, ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, η, ον (Α) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» ο φόνος εταίρου, συντρόφου) 2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη 3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» ο Ζευς ως προστάτης τής φιλίας 4. το ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”