- πελειο-θρέμμων
πελειο-θρέμμων, ονος, Tauben fütternd, nährend; νῆσος, Aesch. Pers. 301; Schol. Il. 2, 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πελειο-θρέμμων, ονος, Tauben fütternd, nährend; νῆσος, Aesch. Pers. 301; Schol. Il. 2, 502.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συοθρέμμων — ὁ, ἡ, Α (για ζωοτροφή) αυτός που τρέφει, που παχαίνει τους χοίρους («μηδ αὐτὸς ἔδοι συοθρέμμονα φορβήν», Γρηγ.Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμ α), πρβλ. ολβο θρέμμων, πελειο θρέμμων] … Dictionary of Greek