ἑτερο-ουσία

ἑτερο-ουσία

ἑτερο-ουσία, , verschiedenes Wesen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετεροούσιος — και ετερούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, ον) 1. αυτός που διαφέρει ως προς την ουσία ή τη φύση, ο μη ομοούσιος 2. φρ. «ετερούσιον δόγμα» το δόγμα τῶν Αρειανιστών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι στην Αγία Τριάδα ο Υιός είναι διαφορετικός από τον Πατέρα ως… …   Dictionary of Greek

  • ετερούσιος — ο και ετεροούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, ον και ἑτεροούσιος, ον) αυτός που είναι διαφορετικός κατά την ουσία ἡ τη φύση, αυτός που δεν είναι ομοούσιος («ετερούσιον δόγμα» το δόγμα τών Αρειανών, οι οποίοι αρνούνταν το ομοούσιο τού Πατρός και τού Υιού) …   Dictionary of Greek

  • ετεροαυξίνη — Χημική ένωση του τύπου C10H9ΝΟ2 που σχηματίζεται στα φυτά και λέγεται επίσης αυξητική ορμόνη, γιατί επηρεάζει σημαντικά την πορεία της ανάπτυξης. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1934 από καλλιέργειες μυκήτων και άλλων μικροοργανισμών. Είναι μία από …   Dictionary of Greek

  • ετεροϋπόστατος — ἑτεροϋπόστατος, ον (Μ) αυτός που έχει άλλη υπόσταση, διαφορετική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + υπόστατος, πρβλ. αν υπόστατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”