- ἑτερο-μάσχαλος
ἑτερο-μάσχαλος, mit einem Aermel, Ggstz vow ἀμφιμάσχαλος, Schol. Ar. Equ. 879 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-μάσχαλος, mit einem Aermel, Ggstz vow ἀμφιμάσχαλος, Schol. Ar. Equ. 879 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμάσχαλος — ον, Α (για φυτό) αυτός που έχει πολλές μασχάλες, πολλά παρακλάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. ετερο μάσχαλος] … Dictionary of Greek
ετερομάσχαλος — ἑτερομάσχαλος, ον (Α) χιτώνας που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μασχάλη, πρβλ. αμφι μάσχαλος] … Dictionary of Greek