- ἑτερο-δέσποτος
ἑτερο-δέσποτος, eines andern Herrn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-δέσποτος, eines andern Herrn, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροδέσποτος — ἑτεροδέσποτος, ον (Μ) αυτός που ανήκει σε άλλο δεσπότη ή κύριο («πρόβατο ἑτεροδέσποτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + δεσποτος < (δεσπότης), πρβλ. α δέσποτος] … Dictionary of Greek