- ἑτερο-δοξία
ἑτερο-δοξία, ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-δοξία, ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θετικοδοξία — η ο θετικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θετικός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, ορθο δοξία, πολυ δοξία] … Dictionary of Greek
θνητοδοξία — η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται την παντελή θνητότητα τού ανθρώπου, δηλ. την ανυπαρξία ψυχής μετά θάνατον, αλλ. θανατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, φιλο δοξία] … Dictionary of Greek
ετεροδοξία — η (ΑΜ ἑτεροδοξία) νεοελλ. (για χριστιανούς) το να ανήκει κανείς σε άλλη Εκκλησία, να πρεσβεύει άλλο δόγμα από αυτό που επικρατεί στη χώρα όπου διαμένει αρχ. μσν. 1. εσφαλμένη άποψη, πεπλανημένη γνώμη 2. διαφορά γνώμης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων… … Dictionary of Greek