- ἑτερο-διδασκαλία
ἑτερο-διδασκαλία, ἡ, andere, d. i. Irrlehre, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-διδασκαλία, ἡ, andere, d. i. Irrlehre, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόδοξος — η, ο (ΑΜ ἑτερόδοξος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ετερόδοξος, η ετερόδοξη ο μη ορθόδοξος χριστιανός, αυτός που ανήκει σε άλλη χριστιανική Εκκλησία, που ακολουθεί διαφορετικό δόγμα αλλά δεν αρνείται θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα και… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek