ἑτερο-κῑνητος

ἑτερο-κῑνητος

ἑτερο-κῑνητος, von Anderen, nicht durch sich selbst bewegt, Ggstz αὐτοκίνητος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταυτοκίνητος — ον, Α ο κινούμενος κατά τον ίδιο τρόπο με άλλον, αυτός που έχει την ίδια ακριβώς κίνηση με άλλον («πρώτας οὐσίας τῆς οἰκείας αὐτοκινήτου καὶ ταυτοκινήτου... τάξεως ἀρρεπῶς ἀντέχεσθαι», Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + κινητός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”