- ἑτερο-γνώμων
ἑτερο-γνώμων, ον, von anderer Meinung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-γνώμων, ον, von anderer Meinung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχυρογνώμων — ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, ον) αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερο γνώμων, σκληρο γνώμων] … Dictionary of Greek
ετερογνώμων — ἑτερογνώμων, ον (ΑΜ) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη μσν. (για τη θέληση τού Χριστού αναφορικά με την ανθρώπινη και τη θεία υπόστασή του) διαφορετικός, ξεχωριστός στη σκέψη αρχ. 1. αυτός που έχει ευμετάβλητες σκέψεις, ασταθή νου 2. (για σκέψεις) … Dictionary of Greek