πελεκητός

πελεκητός

πελεκητός, behauen, zugehauen, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πελεκητός — ή, ό / πελεκητός, ή, όν, ΝΑ [πελεκώ] αυτός που είναι επεξεργασμένος με τέμνον όργανο, πελεκημένος νεοελλ. (για λίθους και μάρμαρα) λαξευτός …   Dictionary of Greek

  • πελεκητός — ή, ό ο δουλεμένος με πελέκι, ο λαξευτός: Το σπίτι το έκανε με πέτρα πελεκητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελεκητόν — πελεκητός hewn masc acc sg πελεκητός hewn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκητῆς — πελεκητός hewn fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκητά — πελεκητά̱ , πελεκητής hewer masc nom/voc/acc dual πελεκητής hewer masc voc sg πελεκητής hewer masc nom sg (epic) πελεκητός hewn neut nom/voc/acc pl πελεκητά̱ , πελεκητός hewn fem nom/voc/acc dual πελεκητά̱ , πελεκητός hewn fem nom/voc sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεκητῶν — πελεκητής hewer masc gen pl πελεκητός hewn fem gen pl πελεκητός hewn masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπελέκητος — εὐπελέκητος, ον (Α) (για ξύλα) αυτός που μπορεί να σχιστεί με τσεκούρι εύκολα ή να πελεκηθεί εύκολα, αυτός που υφίσταται κατεργασία εύκολα, ο ευκολοπελέκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελεκητός (< πελεκώ)] …   Dictionary of Greek

  • λατομητός — λατομητός, ή, όν (Α) [λατομώ] 1. αυτός που λατομήθηκε, που κόπηκε από βράχο 2. (για λίθο) πελεκητός, πελεκημένος πάνω στον βράχο (α. «κλίμακα λατομητήν», Στράβ. β. «λίθους λατομητούς», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”