- ἑτεροιωτικός
ἑτεροιωτικός, verändernd, umgestaltend, δύναμις Sext. Emp. pyrrh. 2, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτεροιωτικός, verändernd, umgestaltend, δύναμις Sext. Emp. pyrrh. 2, 70.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροιωτικός — ἑτεροιωτικός, ή, όν (Α) [ετεροιώ] 1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτική φρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
ἑτεροιωτικήν — ἑτεροιωτικός alterative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)