- ἑτερο-κρᾱνία
ἑτερο-κρᾱνία, ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-κρᾱνία, ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημικρανία — Νόσος που χαρακτηρίζεται από δυνατό και επαναλαμβανόμενο πόνο συνήθως στη μια πλευρά του κεφαλιού, που επιδεινώνεται από το φως και συνοδεύεται πολύ συχνά από αίσθημα ναυτίας, εμετό και αίσθημα δυνατών παλμών στο κεφάλι. Οι κρίσεις η. διαρκούν… … Dictionary of Greek
κατακρανία — η (Μ κατακρανία) εγκεφαλική πάθηση τών ζώων, ιδίως τών ιπποειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο κρανία, ημι κρανία] … Dictionary of Greek
ετεροκρανία — ἑτεροκρανία, ἡ (Α) η ημικρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κρανία (< κρανίον), πρβλ. ημι κρανία] … Dictionary of Greek