- ἑτερο-πλατής
ἑτερο-πλατής, ές, von ungleicher Fläche, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερο-πλατής, ές, von ungleicher Fläche, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπλατής — ες (Α ἰσοπλατής, ές) ίσος κατά το πλάτος με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. ετερο πλατής, ομοιο πλατής] … Dictionary of Greek
ετεροπλατής — ἑτεροπλατής, ές (Α) αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλατής (< πλάτος), πρβλ. α πλατής] … Dictionary of Greek