- ἑτερό-γονος
ἑτερό-γονος, von verschiedenem Geschlecht, z. B. Maulesel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-γονος, von verschiedenem Geschlecht, z. B. Maulesel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόγονος — η, ο (Μ ἑτερόγονος, ον) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε από γονείς διαφορετικού είδους, όπως ο ημίονος 2. (για άνθη) αυτός που διαφέρει από το είδος από το οποίο προήλθε μσν. ετερογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γόνος, πρβλ. εύ γονος] … Dictionary of Greek