- ἑτερό-ζυγος
ἑτερό-ζυγος, 1) ungleich zusammengejocht, ungleichartig, LXX., ἅμμα Nonn. D. 10, 348 = doppelt. – 2) von der Wage, sich auf die andere Seite neigend, σταϑμός Phocyl. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-ζυγος, 1) ungleich zusammengejocht, ungleichartig, LXX., ἅμμα Nonn. D. 10, 348 = doppelt. – 2) von der Wage, sich auf die andere Seite neigend, σταϑμός Phocyl. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόζυγος — η, ο (Α ἰσόζυγος, ον) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής αρχ. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό… … Dictionary of Greek
ετερόζυγος — η, ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, ον) 1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο 2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής νεοελλ. ετεροβαρής, άδικος μσν. συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος αρχ. 1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός 2 … Dictionary of Greek