ἑτερό-φωνος

ἑτερό-φωνος

ἑτερό-φωνος, von anderer, verschiedener Stimme, fremdredend, στρατός Aesch. Spt. 154.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερόφωνος — η, ο (Α ἑτερόφωνος, ον) αυτός που έχει διαφορετική φωνή νεοελλ. 1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος 2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία αρχ. συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωνος… …   Dictionary of Greek

  • κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόφωνος — η, ο (ΑM μεγαλόφωνος, ον) 1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος 2. αυτός που μιλάει δυνατά αρχ. (ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.). επίρρ... μεγαλοφώνως και α (ΑM μεγαλοφώνως) με μεγάλη,… …   Dictionary of Greek

  • μακρόφωνος — η, ο (Α μακρόφωνος, ον) αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + φωνή (πρβλ. ετερό φωνος, φερέ φωνος) …   Dictionary of Greek

  • μεγάφωνος — η, ο (Μ μεγάφωνος, ον) αυτός που έχει δυνατή φωνή, μεγαλόφωνος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεγάφωνο (ηλεκτρολ.) ηλεκτρική συσκευή που αυξάνει την ένταση τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + φωνος(< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος. Ως τεχνικός όρος τής… …   Dictionary of Greek

  • οικειόφωνος — οἰκειόφωνος, ον (Α) αυτός που μιλά με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. επίρρ... οἰκειοφώνως (Α) με τη δική του φωνή, με το ίδιο του το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόφωνος — η, ο (Α ομοιόφωνος, ον) αυτός που έχει όμοια φωνή, που ηχεί όμοια. επίρρ... ομοιοφώνως (Α) με την ίδια φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό φωνος] …   Dictionary of Greek

  • μαλακόφωνος — μαλακόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει τρυφερή φωνή ή αυτός που βγάζει απαλό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φωνή (πρβλ. ετερό φωνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”