ετερότροπος — η, ο (ΑΜ ἑτερότροπος, ον) 1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο 2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι… … Dictionary of Greek
ισότροπος — η, ο (Α ἰσότροπος, ον) νεοελλ. 1. μαθ. φρ. «ισότροπη ευθεία» φανταστική ευθεία τής οποίας κάθε τμήμα είναι μηδενικού μήκους 2. φυσ. χημ. όρος που χαρακτηρίζει σώματα ή μέσα, οι μακροσκοπικές ιδιότητες τών οποίων σε οποιοδήποτε σημείο τους δεν… … Dictionary of Greek
παλίντροπος — παλίντροπος, ον (ΑΜ) αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, προς την αντίθετη κατεύθυνση, παλίνδρομος αρχ. 1. αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται («παλίντροπος κέλευθον ἕρπεις», Σοφ.) 2. αυτός που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, ενάντιος, αντίθετος… … Dictionary of Greek
ταυτότροπος — ον, Μ ομότροπος. επίρρ... ταὐτοτρόπως Μ κατά τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + τροπος (< τρόπος), πρβλ. ἑτερό τροπος] … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
ετερογενής — ές (ΑΜ ἑτερογενής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα») 2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής 3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο») 4.… … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek