- ἑτερό-πους
ἑτερό-πους, mit ungleichen Füßen, auf einem Fuße hinkend, Alciphr. 3, 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑτερό-πους, mit ungleichen Füßen, auf einem Fuße hinkend, Alciphr. 3, 27 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετερόπους — ουν (ΑΜ ἑτερόπους, ουν) αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος ή το σχήμα, ο χωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πους (< πους) πρβλ. δί πους] … Dictionary of Greek
ετερόποδα — τα τάξη γαστερόποδων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < νεολατ. heteropoda < hetero (πρβλ. ετερο *) + ποδα (πρβλ. πους, ποδός)] … Dictionary of Greek