ἑστία

ἑστία

ἑστία, , ion. u. ep. ἱστίη, auch ἑστίη, Hes. O. 732, l. d., der Heerd des Hauses, der zugleich der Hausaltar ist, auf dem die Hausgötter standen, u. der insofern als heilig galt u. als unverletzlicher Zufluchtsort der Hülfeflehenden, vgl. Thuc. 1, 136; bei Hom. nur in der Od. in Schwurformeln, ἴστω νῦν Ζεὺςξενίη τε τράπεζα, ἱστίη τ' Ὀδυσῆος, ἣν ἀφικάνω, 14. 159. 17, 156. 10, 304. – Tragg., ἕως ἂν αἴϑῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς Αἴγισϑος Aesch. Ag. 1410; τίω δ' ἀϑέρμαντον ἑστίαν δόμων Ch. 620; Altar, μήλοισιν αἱμάσσοντες ἑστίας ϑεῶν Spt. 257, vgl. Eum. 272 Suppl. 367; μὰ τὴν πατρῴαν ἑστίαν Soph. El. 869; βούϑυτος O. C. 1491; Eur.; vgl. τὰς βασιληΐας ἱστίας ὀμνύναι Her. 4, 68; γᾶ ἑστία ϑεῶν Plat. Tim. Locr. 97 d, vgl. Legg. XII, 955 e; ἡ κοινὴ ἑστία, der Heerd des Staates, Versammlungshaus der Prytanen, Arist. pol. 6 eztr.; vgl. Pol. 29, 5, 6. 31, 9, 4; Inscr. 1193, das Prytaneum ἑστία τῆς πόλεως, Poll. 9, 40. – Uebh. das Haus, Wohnung, ἐς ἀφνεὰν μάκαιραν Ίέρωνος ἑστίαν Pind. Ol. 1, 11; ἑστίαν πατρῴαν P. 11, 13; τὰ μὲν κατ' οἴκους ἐφ' ἑστίας ἄχη Aesch. Ag. 415; ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός Ch. 262; οὐδ' ἀφ' ἑστίας συϑείς Pers. 849; ὦ πατρῷον ἑστίας βάϑρον Soph. Ai. 847, vgl. O. C. 639; ὅτου δῶμ' ἑστίαν τ' ἀφίξομαι Eur. Hec. 353; μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς Med. 397; διξὰς ἱστίας οἴκεε Her. 5, 40, der es auch für alle zum Hause Gehörenden gebraucht, die Familie, ὀγδώκοντα ἱστίαι ἐκδημέουσαι ἔτυχον 1, 177; ἄμοιρος ἑστίας Xen. Cyr. 7, 5, 56; Sp., wie Plut. Rom. 9; D. Sic. 20, 15. – Uebertr., Σελεύκειαν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας, der Heerd, Mittelpunkt, Pol. 5, 58, 4; ἑστ. καὶ μητρόπολις D. Sic. 15, 90. – Nach E. M. auch das Mahl. – Sprichwörtl. ἀφ' ἑστίας ἄρχεσϑαι, vom eigenen Heerde, mit sich, mit der Hauptperson anfangen, Schol. Ar. Vesp. 842; Paroem. – Vgl. auch nom. pr. [ι ist bei Hom. lang, bei den Uebrigen kurz].


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑστία — ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίᾳ — ἑστίᾱͅ , ἕστιος of the fem dat sg (attic doric aeolic) ἑστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl ἑστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστία — εστία, η και στια, η 1. το μέρος του δωματίου όπου ανάβεται η φωτιά, η γωνιά, το τζάκι. 2. κατοικία, σπίτι, τόπος διαμονής: Πολλοί άνθρωποι διώχτηκαν από τις εστίες τους με τα πολεμικά γεγονότα. 3. μτφ., σημείο, τόπος όπου εκδηλώνεται κάτι απ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἑστία — Ἑστίᾱ , Ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑστίᾳ — Ἑστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • ἑστιᾷ — ἑστιάω receive at one s hearth pres subj mp 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind mp 2nd sg (epic) ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 3rd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηπειρωτική Εστία — Τριμηναίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1950 στα Ιωάννινα από τους Μ. Μάνο και Δ. Κόκκινο. Το περιοδικό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών …   Dictionary of Greek

  • Νέα Εστία — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1927 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος και διατέλεσε διευθυντής του ως το 1935. Από τότε διευθύνεται από τον Πέτρο Χάρη. Το περιοδικό δημοσιεύει λογοτεχνικές εργασίες και μελέτες σχετικές με την …   Dictionary of Greek

  • ἑστίας — ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem acc pl ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιάσει — ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑστιά̱σεϊ , ἑστίασις feasting fem dat sg (epic) ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem dat sg (attic ionic) ἑστιά̱σει , ἑστιάω receive at one s hearth aor subj act 3rd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”