- ἑστιᾱτήριον
ἑστιᾱτήριον, τό, der Speisesaal, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑστιᾱτήριον, τό, der Speisesaal, Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εστιατήριον — ἑστιατήριον, τὸ (Α) τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εργασ τήριον)] … Dictionary of Greek
ἑστιατήριον — banqueting hall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιατήρια — ἑστιατήριον banqueting hall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)