ὑστεραῖος

ὑστεραῖος

ὑστεραῖος, nachherig, darauf folgend, Her. 9, 3; gew. ἡ ὑστεραία, sc. ἡμέρα, der folgende Tag, τῇ ὑστεραίῃ, am folgenden Tage, Tages darauf, 7, 54. 119 u. sonst; seltener τῇ ὑστεραίῃ ἡμέρῃ, 9, 22; auch ἐς τὴν ὑστεραίην, 4, 113; Plat. öfter u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υστεραίος — α, ο / ὑστεραῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ακολουθεί, ο μετέπειτα, ο κατοπινός 2. το θηλ. ως ουσ. η υστεραία (ενν. ημέρα) η αυριανή μέρα νεοελλ. φρ. «υστεραίες ωδίνες» ιατρ. οι ωδίνες τής υστεροτοκίας αρχ. ύστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ὑστεραῖοι — ὑστεραῖος following masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραία — ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc/acc dual ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίας — ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem acc pl ὑστεραί̱ᾱς , ὑστεραῖος following fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ὑστεραίαι — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίαν — ὑστεραί̱ᾱν , ὑστεραῖος following fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίην — ὑστεραί̱ην , ὑστεραῖος following fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίης — ὑστεραί̱ης , ὑστεραῖος following fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίᾳ — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίῃ — ὑστεραί̱ῃ , ὑστεραῖος following fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”