- ἑσταότως
ἑσταότως, nach den Schol. alte v. l. für ἑσταότος Il. 19, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑσταότως, nach den Schol. alte v. l. für ἑσταότος Il. 19, 79.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εσταότως — ἑσταότως (Α) επίρρ. επί ποδός, στο πόδι, ορθίως («ἑσταότως μὲν καλῶς ἀκουέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εσταώς, ότος τού ρ. ίστημι] … Dictionary of Greek
ἑσταότως — standing still indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)