- ἑσπερινός
ἑσπερινός, = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑσπερινός, = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἑσπερινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπερινός — ή, ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, ή, ό (ΑΜ ἑσπερινός, ή, όν) [εσπέρα] 1. ο βραδινός, ο εσπέριος 2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος) η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση τού ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια… … Dictionary of Greek
εσπερινός — ή, ό 1. βραδινός, νυχτερινός: Εσπερινά σχολεία. 2. το αρσ. ως ουσ., εσπερινός η βραδινή εκκλησιαστική ακολουθία: Σε λίγο θα σημάνει εσπερινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σικελικός Εσπερινός — Με το όνομα αυτό έμειναν γνωστοί στην ιστορία η επανάσταση και ο πόλεμος που απέσπασαν τη Σικελία από την ανδηγαυική (γαλλική) κυριαρχία και την παρέδωσαν στην αραγωνική (ισπανική). Ενώ ο Κάρολος A’ ο Ανδηγαυικός ετοίμαζε μια εκστρατεία στην… … Dictionary of Greek
Ἑσπερινά — Ἑσπερινός neut nom/voc/acc pl Ἑσπερινά̱ , Ἑσπερινός fem nom/voc/acc dual Ἑσπερινά̱ , Ἑσπερινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινά — ἑσπερινός neut nom/voc/acc pl ἑσπερινά̱ , ἑσπερινός fem nom/voc/acc dual ἑσπερινά̱ , ἑσπερινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπερινῶν — Ἑσπερινός fem gen pl Ἑσπερινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινῶν — ἑσπερινός fem gen pl ἑσπερινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπερινόν — Ἑσπερινός masc acc sg Ἑσπερινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινόν — ἑσπερινός masc acc sg ἑσπερινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)