ἑρμηνεύτρια

ἑρμηνεύτρια

ἑρμηνεύτρια, , fem. zu ἑρμηνευτής, Schol. Eur. Hipp. 589.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑρμηνεύτριαν — ἑρμηνεύτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκάρμπο, Γκρέτα — (Greta Garbo, Στοκχόλμη 1905 – Νέα Υόρκη 1990). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σουηδέζας ηθοποιού του κινηματογράφου Γκρέτα Γκούσταφσον (Greta Gustafsson).Εργάστηκε αρχικά σε κομμωτήριο και έπειτα ως μαθητευόμενη στα μεγάλα καταστήματα PUB, όπου της… …   Dictionary of Greek

  • Ντορβάλ, Μαντάμ — (Madame Dorval, Λοριάν 1798 – Παρίσι 1849). Γαλλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, άρχισε τη σταδιοδρομία της το 1818 αποκαλύπτοντας μια σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία και ένα ασύνηθες ταμπεραμέντο. Η φήμη της εδραιώθηκε το 1834 με τη… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτής — ο. θηλ. εύτρια (AM ἑρμηνευτής, θηλ. ἑρμηνεύτρια) [ερμηνεύω] εξηγητής, μεταφραστής νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία δυσνόητων χωρίων τών κλασικών κειμένων («οι ερμηνευτές τού Ομήρου») 2. (κατ’ επέκτ.) αυτός που ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… …   Dictionary of Greek

  • μεσόφωνος — Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο… …   Dictionary of Greek

  • στριπτίζ — και στριπτήζ, το, Ν άκλ. 1. επίδειξη σε νυχτερινό κέντρο κατά την οποία η ερμηνεύτρια γδύνεται τελείως αργά αργά και με χορευτικές κινήσεις 2. μτφ. αποκάλυψη, ξεσκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. strip tease < strip «γδύνομαι» + tease «πειράζω»] …   Dictionary of Greek

  • Αμπατζή, Ρίτα — (Κωνσταντινούπολη 1913 – Αθήνα 1969). Τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και δημοτικού τραγουδιού. Μεγάλωσε στη Σμύρνη και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 την έφερε στην Κοκκινιά. Ξεκίνησε την καριέρα της στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… …   Dictionary of Greek

  • Βισκόντι, Λουκίνο — (Luchino Visconti de Modrone,Μιλάνο 1906 – Ρώμη 1976). Ιταλός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Άρχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία το 1936 σε θίασο του Μιλάνου. Ύστερα από μερικά χρόνια αφιερωμένα αποκλειστικά στον κινηματογράφο,… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοριάδου, Αφροδίτη — (Ρωσία 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με την αποφοίτησή της, το 1962, έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο έργο του Πιραντέλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Λίγο νωρίτερα είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”