ἑρματιτης

ἑρματιτης

ἑρματιτης, , stützend, als Ballast dienend, νηὸς πέτρος Lycophr. 618.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερματίτης — ἑρματίτης, ὁ (Α) [έρμα] αυτός που χρησιμεύει ως έρμα στα πλοία …   Dictionary of Greek

  • ἑρματίτης — ἑρματί̱της , ἑρματίτης serving as ballast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • ἑρματίτην — ἑρματί̱την , ἑρματίτης serving as ballast masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”