- ἑρκίον
ἑρκίον, τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v. l. ἑρκίου vorzuziehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρκίον, τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v. l. ἑρκίου vorzuziehen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερκίον — ἑρκίον, τὸ (Α) [έρκος] 1. ο περίβολος, το περίφραγμα τής αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο 2. η κατοικία … Dictionary of Greek
ἑρκίον — fence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκία — ἑρκίον fence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίοις — ἑρκίον fence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίου — ἑρκίον fence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίῳ — ἑρκίον fence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
ἑρκίων — ἕρκος fence neut gen pl (doric) ἑρκίον fence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)