ἑρωμένιον, τό, dim. von ἐρωμένη, Liebchen, Antiphan. 4 (XI, 168).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερωμένιον — ἐρωμένιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ερωμένη) μικρή ερωμένη, τρυφερή αγάπη … Dictionary of Greek
ἐρωμένιον — a little love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)