- ἑρπήν
ἑρπήν, ῆνος, ὁ, = ἕρπης, VLL.; nach E. M auch ἑρπήνη, vgl. Lob. Aglaoph. 1087.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρπήν, ῆνος, ὁ, = ἕρπης, VLL.; nach E. M auch ἑρπήνη, vgl. Lob. Aglaoph. 1087.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερπήν — ἑρπήν, ὁ (Α) ασθένεια τού δέρματος, βλ. έρπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρπω. Αναλογικός σχηματισμός κατά το λειχήν] … Dictionary of Greek
ἕρπην — ἕρπω serpo) pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
ερπήνη — ἑρπήνη, ἡ (Α) ασθένεια τού δέρματος βλ. έρπης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερπήν, ήνος] … Dictionary of Greek